ῥυτῇ — ῥυτή rue fem dat sg (attic epic ionic) ῥυτός quarried fem dat sg (attic epic ionic) ῥῡτῇ , ῥυτός quarried fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυτή — rue fem nom/voc sg (attic epic ionic) ῥυτός quarried fem nom/voc sg (attic epic ionic) ῥῡτή , ῥυτός quarried fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυτᾶς — ῥυτή rue fem gen sg (doric aeolic) ῥυτός quarried fem gen sg (doric aeolic) ῥῡτᾶς , ῥυτός quarried fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυτῆς — ῥυτή rue fem gen sg (attic epic ionic) ῥυτός quarried fem gen sg (attic epic ionic) ῥῡτῆς , ῥυτός quarried fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυτήν — ῥυτή rue fem acc sg (attic epic ionic) ῥυτός quarried fem acc sg (attic epic ionic) ῥῡτήν , ῥυτός quarried fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυτῶν — ῥυτή rue fem gen pl ῥυτόν neut gen pl ῥυτός quarried fem gen pl ῥυτός quarried masc/neut gen pl ῥῡτῶν , ῥυτός quarried fem gen pl ῥῡτῶν , ῥυτός quarried masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήγανο — το / πήγανον, ΝΜΑ, και απήγανο και απήγανος, ο, Ν φυτό που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αποτελεί γένος το οποίο ανήκει στην οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών ζυγοφυλλίδες και περιλαμβάνει 5 περίπου είδη, σημαντικότερο… … Dictionary of Greek
ῥυτά — ῥυτά̱ , ῥυτή rue fem nom/voc/acc dual ῥυτά̱ , ῥυτή rue fem nom/voc sg (doric aeolic) ῥυτόν neut nom/voc/acc pl ῥυτός quarried neut nom/voc/acc pl ῥυτά̱ , ῥυτός quarried fem nom/voc/acc dual ῥυτά̱ , ῥυτός quarried fem nom/voc sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυτόν — τὸ, Α 1. το φυτό απήγανος 2. στον πληθ. τὰ ῥυτά (κατά τον Ησύχ.) «τὰ στέμφυλα». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με ρυτή*, αν δεν πρόκειται για παρεφθαρμένο τύπο] … Dictionary of Greek
απήγανος — απήγανος, ο και απήγανο, το το φυτό ρυτή η βαρύοσμη· φρ. «ξορκισμένος με τον απήγανο», απευχή για ανεπιθύμητα πρόσωπα ή πράγματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)