ρυτή

ρυτή
(ruta graveolens). Πολυετής πόα, με βλαστό όρθιο 20-80 εκ. ύψους. Ο βλαστός είναι λείος, χωρίς αδένες προς τα πάνω, με φύλλα έμμισχα, όλα σχεδόν όμοια και ακέραια. Ο καρπός είναι κάψα υποσφαιρική. Φυτρώνει σε πετρώδεις τόπους και ερείπια, σε όλα τα μέρη της Ελλάδας, γνωστή κυρίως με το όνομα απήγανος. Το φυτό αυτό αναδίδει αποπνικτική οσμή και τα φύλλα του έχουν γεύση πικρή και καυστική. Ως αφέψημα προκαλεί φλόγωση του πεπτικού συστήματος και επιταχύνει την κυκλοφορία. Ο απήγανος χρησιμοποιείται κυρίως σαν εμμηναγωγό και ανθελμινθικό με τη μορφή αφεψήματος ή οινοπνευματικού εκχυλίσματος.
* * *
η / ῥυτή, -ῆς, ΝΑ
λόγια ονομασία τού φυτού απήγανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥῡτή είναι πελοποννησιακός τύπος και πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. άγνωστης ετυμολ., όπως συμβαίνει συνήθως με τις ονομασίες φυτών (πρβλ. και λατ. rūta)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ῥυτῇ — ῥυτή rue fem dat sg (attic epic ionic) ῥυτός quarried fem dat sg (attic epic ionic) ῥῡτῇ , ῥυτός quarried fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυτή — rue fem nom/voc sg (attic epic ionic) ῥυτός quarried fem nom/voc sg (attic epic ionic) ῥῡτή , ῥυτός quarried fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυτᾶς — ῥυτή rue fem gen sg (doric aeolic) ῥυτός quarried fem gen sg (doric aeolic) ῥῡτᾶς , ῥυτός quarried fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυτῆς — ῥυτή rue fem gen sg (attic epic ionic) ῥυτός quarried fem gen sg (attic epic ionic) ῥῡτῆς , ῥυτός quarried fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυτήν — ῥυτή rue fem acc sg (attic epic ionic) ῥυτός quarried fem acc sg (attic epic ionic) ῥῡτήν , ῥυτός quarried fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυτῶν — ῥυτή rue fem gen pl ῥυτόν neut gen pl ῥυτός quarried fem gen pl ῥυτός quarried masc/neut gen pl ῥῡτῶν , ῥυτός quarried fem gen pl ῥῡτῶν , ῥυτός quarried masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πήγανο — το / πήγανον, ΝΜΑ, και απήγανο και απήγανος, ο, Ν φυτό που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αποτελεί γένος το οποίο ανήκει στην οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών ζυγοφυλλίδες και περιλαμβάνει 5 περίπου είδη, σημαντικότερο… …   Dictionary of Greek

  • ῥυτά — ῥυτά̱ , ῥυτή rue fem nom/voc/acc dual ῥυτά̱ , ῥυτή rue fem nom/voc sg (doric aeolic) ῥυτόν neut nom/voc/acc pl ῥυτός quarried neut nom/voc/acc pl ῥυτά̱ , ῥυτός quarried fem nom/voc/acc dual ῥυτά̱ , ῥυτός quarried fem nom/voc sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρυτόν — τὸ, Α 1. το φυτό απήγανος 2. στον πληθ. τὰ ῥυτά (κατά τον Ησύχ.) «τὰ στέμφυλα». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με ρυτή*, αν δεν πρόκειται για παρεφθαρμένο τύπο] …   Dictionary of Greek

  • απήγανος — απήγανος, ο και απήγανο, το το φυτό ρυτή η βαρύοσμη· φρ. «ξορκισμένος με τον απήγανο», απευχή για ανεπιθύμητα πρόσωπα ή πράγματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”